Μιχάλης Παρασκευάς
Ενσυναίσθηση και ορθή δικαστική κρίση - από τον Μιχάλη Παρασκευά
Στις 24/9/2020, η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, η οποία διετέλεσε πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε επίσημη επίσκεψή της στην Κύπρο επισκέφθηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η πρώην ανώτατη δικαστικός κατέγραψε στο Βιβλίο Επισκεπτών του Ανωτάτου Δικαστηρίου τα εξής:
«Η ανεξαρτησία και η εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης είναι βασική προϋπόθεση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Οι ανώτατοι δικαστές καλούνται να κρίνουν σύνθετα ζητήματα, με υψηλή νομική, πολιτική και ηθική σημασία. Το παράδειγμα και το έργο σας, η επιτέλεση του καθήκοντος σας με γνώση, ήθος και ενσυναίσθηση, θωρακίζουν τη λειτουργία και την αξιοπιστία του πολιτεύματος».

Σύμφωνα με τα όσα αναλύει η Κωνσταντίνα Δαδάρου, στη Μεταπτυχιακή Εργασία Ειδίκευσής της, του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, η λέξη ενσυναίσθηση αποτελείται από τις προθέσεις ‘εν’ και ‘συν’, που δηλώνουν την επέκταση από την αίσθηση, από τον ατομικό εαυτό.
Εάν ο όρος ‘συνπάθεια’, υποδήλωνε την συν-συμμετοχή στα αισθήματα του άλλου, ο όρος ‘ενπάθεια’, υποδηλώνει κατεύθυνση προς τον εσωτερικό κόσμο των συγκινήσεων του άλλου. Ο αγγλικός όρος ‘empathy’ ορίζεται στο Oxford English Dictionary ως η ικανότητα κατανόησης και μοιράσματος των συναισθημάτων του άλλου.
Ο όρος ‘empathy’ προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη εμπάθεια. Εμπαθής, κατά την αρχαιοελληνική έννοια, είναι αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση συγκίνησης ή ψυχικής ταραχής, αυτός που επηρεάζεται πολύ από ένα πράγμα.
Στο Περί Ποιητικής, ο Αριστοτέλης αναφέρει πως ο θεατής δεν παρακολουθεί απλώς, κατέχεται από ισχυρό πάθος, βιώνει το δράμα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο στόχος των συγγραφέων και των υποκριτών/ηθοποιών.
Ο Όμηρος υποστήριζε πως ο χρόνος τον έμαθε να λάμπει με το καλό των άλλων και να λιώνει με τις συμφορές τους. Για τον Αριστοτέλη, η ενσυναίσθηση προκύπτει στον θεατή από τον οίκτο και το φόβο. Οι θεατές λυπούνται τον πρωταγωνιστή για τα δεινά που έχει περάσει ενώ φοβούνται διότι μοιράζονται την ευθύνη που ο ίδιος τυχόν φέρει.
Το κοινό ταυτίζεται με τον πρωταγωνιστή αφήνοντας για λίγο τις δικές τους σκέψεις και συναισθήματα, για να σκεφτεί και να αισθανθεί όπως και εκείνος.
Το κοινό «σκέφτεται με το μυαλό του και αισθάνεται με την καρδιά του πρωταγωνιστή».
Μέσα από την ταύτιση του θεατή με τον πρωταγωνιστή, που του θυμίζει τη ζωή του, έρχεται η κάθαρση, κεντρική έννοια στην αρχαία τραγωδία. Για τον Μπρεχτ, ο θεατής έχει τη δυνατότητα να ταυτιστεί αλλά και να εναντιωθεί με τις απόψεις και την προσωπικότητα του κεντρικού χαρακτήρα.
Στη νεοελληνική γλώσσα, η εμπάθεια έχει προσλάβει αρνητικό περιεχόμενο. Σημαίνει εχθρότητα, πάθος εναντίον κάποιου και δεν αποδίδει την επιστημονική έννοια του όρου.
Η έννοια ‘ενσυναίσθηση’, μαζί με τον όρο ‘empathy’, αναπτύχτηκε στη σύγχρονη βιβλιογραφία της ψυχολογίας στις αρχές της δεκαετίας του ’50.
Στην αναπτυξιακή ψυχολογία, η ενσυναίσθηση ορίζεται γενικά ως συναισθηματική αντίδραση. Προέρχεται από την κατανόηση της συναισθηματικής κατάστασης του άλλου ή μιας κατάστασης παρόμοιας με αυτή που θα περιμέναμε να νιώθει το άλλο άτομο στη δεδομένη κατάσταση.
O John Hogarth, καθηγητής Νομικής στο Κέντρο Ποινολογίας του Πανεπιστημίου του Τορόντο, στο βιβλίο του Sentencing as a human process έγραψε ότι
«Κάποιος μπορεί να εξηγήσει περισσότερα για την επιβολή κάποιας ποινής εάν γνωρίζει μερικά πράγματα για τον δικαστή, παρά εάν γνωρίζει πολλά για τα γεγονότα της υπόθεσης».
Σε μια ομιλία του, το 2007, ο τότε προεδρικός υποψήφιος Μπαράκ Ομπάμα περιέγραψε αυτό που θεωρούσε ιδανική δικαιοσύνη στο Ανώτατο Δικαστήριο, κάνοντας λόγο για ένα δικαστή ως κάποιον που έχει
«την καρδιά, την ενσυναίσθηση να αναγνωρίσει πώς είναι να είσαι μια νεαρή έφηβη μητέρα, την ενσυναίσθηση να αντιληφθεί πώς είναι να είσαι φτωχός ή Αφροαμερικανός ή γκέι ή ανάπηρος ή ηλικιωμένος».
Με αφορμή αυτή την τοποθέτηση του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ, η Rebecca K. Lee, καθηγήρια Νομικής στο Thomas Jefferson School of Law, σε νομικό άρθρο Σεπτεμβρίου 2014 με τίτλο Judging Judges: Empathy as the Litmus Test for Impartiality, ασχολείται επισταμένως για τον τεράστιο ρόλο που παίζει η ενσυναίσθηση για την αντικειμενική κρίση των δικαστών, αφού, όπως η ίδια γράφει, χωρίς την χρήση ενσυναίσθησης σε μια δικαστική κρίση, είναι πολυ πιθανό ότι οι δικαστές ασυναίσθητα και ασυνείδητα θα πάρουν θέση πιο κοντά στους ισχυρισμούς που τους είναι γνώριμοι και που αντικατοπτρίζουν και αντανακλούν την δική τους αντίληψη για τον κόσμο.
Ένας υψηλά αμοιβόμενος δικαστής, για πέραν των 20 ετών για παράδειγμα, είναι δεδομένο ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί εμπειρικά πλέον, τη συντριπτική επίπτωση που έχει ένα πρόστιμο χιλιάδων ευρώ για κάποιον με μισθό 800 ευρώ ή να έχει συνείδηση της κοινωνικής και οικονομικής θέσης στην οποία βρίσκεται η συντριπτικότατη πλειοψηφία των πολιτών.
Ως εκ τούτου, η Rebecca K. Lee γράφει ότι είναι απαραίτητο να προωθηθεί το ζήτημα της ενσυναίσθησης ως ένα από τα προσόντα που θα πρέπει να αποκτούν οι δικαστές.
H Stina Bergman Blix, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα Σουηδίας, σε μέλετη δικαστικών διαδικασιών στη Σουηδία το 2015, διαπίστωσε ότι οι δικαστές μπορούν να πέσουν θύματα συναισθηματικής αντίδρασης έναντι κάποιων μερών της διαδικασίας στην αίθουσα του δικαστηρίου, όταν θυμώνουν ή ακόμα και όταν βαριούνται.
Κατά την ανάλυση αυτών των διαδικασιών, η Blix διαπίστωσε ότι η ενσυναίσθηση - την οποία περιγράφει ως την προοπτική που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την ανάγνωση των συναισθημάτων των άλλων, ήταν υψίστης σημασίας για τη διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων.
«Κατά τη λήψη αποφάσεων, ο δικαστής πρέπει να κατανοήσει πολλαπλές προοπτικές: Είναι εύλογο το σενάριο που περιγράφει ένας μάρτυρας; Είναι εφικτή η δράση και η εμπειρία αυτού του γεγονότος; Είναι η δήλωση αυτή αξιόπιστη; «Θα έλεγα ότι η ενσυναίσθηση είναι αναπόφευκτη και απαραίτητη για την απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις».
Σε μελέτη της Maya Sen, καθηγήτριας Πολιτικών Επιστημών στο Harvard University, με τίτλο Identifying Judicial Empathy: Does Having Daughters Cause Judges to Rule for Women’s Issues?, διαπιστώθηκε ότι οι άνδρες δικαστές με κόρες τείνουν να λαμβάνουν αποφάσεις ευνοϊκότερες για τις γυναίκες σε σχέση με άντρες δικαστές χωρίς κόρες, ακόμη και αν οι ίδιοι οι δικαστές εντάσσουν τον εαυτό τους ως συντηρικούς. Σύμφωνα με τις αναλύσεις των ερευνητών της μελέτης, οι άντρες δικαστές με κόρες ήταν σε καλύτερη θέση να δουν τα πράγματα από την οπτική γωνία μιας γυναίκας – που είναι προφανώς εγγενώς διαφορετική από τη δική τους - και να δώσουν μεγαλύτερη αξιοπιστία στους ισχυρισμούς τους, σε αντίθεση με δικαστές χωρίς κόρες που τείνουν να πέφτουν θύματα των προσωπικών τους προκαταλήψεων.
Ένας δικαστής που δεν έχει τα κατάλληλα εργαλεία προς ανάπτυξη και καλλιέργεια της ενσυναίσθησης, έχει ως παρενέργεια το ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί και να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες που ενδεχομένως έχει μια απόφαση του για τη ζωή κάποιου πολίτη και ως εκ τούτου είναι ένας επικίνδυνος δικαστής.
Άρθρο του Μιχάλη Παρασκευά - Δικηγόρος- Νομικός Σύμβουλος
Δημοσιέυτηκε στο Filenews στις 10/01/21